- ἤλλαξεν
- ἀλλάσσωmake other than it isaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινωπός — ή, ό (Α οἰνωπός, ή, όν, θηλ. και ός) [οίνοψ] αυτός που έχει το χρώμα τού κρασιού, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος αρχ. 1. ερυθρωπός, κοκκινωπός («οὐδ ὠχρός, οὐδ ἤλλαξεν οἰνωπὸν γέ νυν», Ευρ.) 2. μαυρειδερός, μελαψός 3. μαύρος και γυαλιστερός … Dictionary of Greek